- παραπιστεύω
- ΝΑπιστεύω σε κάποιον ή σε κάτι πάρα πολύνεοελλ.έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πιστεύω «εμπιστεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπιστεύω — παραπίστεψα, πιστεύω κάτι ή σε κάτι υπερβολικά: Μην τους παραπιστεύεις, γιατί δε λένε πάντοτε την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθαρρεύω — παραθάρρεψα 1. παίρνω πολύ θάρρος, εξοικειώνομαι πέρα από κάθε ανεκτό όριο: Παραθάρρεψες με τους μεγάλους. 2. παραέχω εμπιστοσύνη, παραπιστεύω: Παραθάρρεψες πως θα μείνει ως το τέλος πιστός στη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)